- κλιμάμαξα
- ητετράτροχο φορτηγό όχημα, τού οποίου τα πλάγια είναι περιφραγμένα με κλιμακοειδείς πλευρές για συγκράτηση φορτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμαξ + ἅμαξα, με συλλαβική ανομοίωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.